δρακοντόπους

δρακοντόπους
δρακοντόπους
snake-footed
masc nom/voc sg (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • δρακοντόπους — δρακοντόπους, ο, η (Μ) με πόδια όμοια με δράκοντες …   Dictionary of Greek

  • δρακοντοπόδων — δρακοντόπους snake footed masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δρακοντόποδα — δρακοντόπους snake footed masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δρακοντόποδας — δρακοντόπους snake footed masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δρακοντόποδες — δρακοντόπους snake footed masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”